- θέμειλα
- θέμεθλαfoundationsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρυθέμειλος — εὐρυθέμειλος, ον (ΑΜ) με πλατιά θεμέλια μσν. (για δάπεδο) ευρύς, πλατύς αρχ. πολύ ευρύχωρος, τεράστιος σε έκταση («εὐρυθέμειλος Ἅιδης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + θεμείλι α / θέμειλα] … Dictionary of Greek